Οι Έλληνες εκπαιδευτικοί
εργάζονται όσο και οι ευρωπαίοι αλλά κάτω από πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, ενώ
αμείβονται πολύ λιγότερο από εκείνους.
Ανυπόστατους χαρακτηρίζει η ΟΛΜΕ τους ισχυρισμούς ότι
δήθεν οι έλληνες εκπαιδευτικοί εργάζονται λιγότερο από τους συναδέλφους τους
ευρωπαίους εκπαιδευτικούς και ότι αυτοί είναι η αιτία της αναποτελεσματικότητας
της παρεχόμενης εκπαίδευσης, και για το αληθές παρουσιάζει τα στοιχεία από
σχετικές μελέτες του ΚΕΜΕΤΕ, η οποία έχει ως εξής:
Δουλειά στο σπίτι: ένα δεύτερο ωράριο για τους
εκπαιδευτικούς σε όλο τον κόσμο
Στις
χώρες της Ευρώπης οι εκπαιδευτικοί διδάσκουν στις τάξεις τους κατά μέσο όρο από
18 ως 20 ώρες την εβδομάδα. Είναι μήπως τεμπέληδες και φυγόπονοι; Κανένας δεν
το λέει αυτό. Απλώς, θεωρείται διεθνώς δεδομένο ότι μια ώρα διδασκαλίας στην
τάξη απαιτεί πίσω της αρκετό χρόνο για προετοιμασία, για έλεγχο των γραπτών,
για να περαστούν οι βαθμολογίες κ.λπ.. Αυτός ο παραπανίσιος χρόνος, που συνήθως
ξεπερνά τις 20 ώρες την εβδομάδα, χαρακτηρίζεται διεθνώς ως «δεύτερο διδακτικό
ωράριο». Αυτό, άλλωστε, το ξέρει ο καθένας από τη σχολική του εμπειρία. Στο
χρόνο αυτόν δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε ο χρόνος της επιτήρησης στα διαλείμματα
ούτε ο χρόνος που αφιερώνεται στην επικοινωνία με μαθητές/μαθήτριες και γονείς
εκτός της τάξης.
Ο έλληνας καθηγητής / η
ελληνίδα καθηγήτρια εργάζεται περισσότερες ώρες την εβδομάδα από τον μέσο
Ευρωπαίο συνάδελφό τους
Σύμφωνα
με την ελληνική νομοθεσία (Ν. 4152 του 2013), ο έλληνας καθηγητής / η ελληνίδα
καθηγήτρια υποχρεώνεται να εργαστεί, μετά και την πρόσφατη αύξηση του διδακτικού
ωραρίου που επιβλήθηκε από την κυβέρνηση και την τρόικα, διδάσκοντας στην τάξη, κατά μέσο όρο
20,5 ώρες την εβδομάδα, τόσο στο Γυμνάσιο όσο και στο Λύκειο. Την ίδια στιγμή,
ο αντίστοιχος μέσος όρος στις 25 από τις 27 χώρες της Ε.Ε. είναι 19,1 για τη
βαθμίδα του Γυμνασίου και 18,4 για τη βαθμίδα του Λυκείου. Επομένως, οι Έλληνες
εκπαιδευτικοί, με τις 20,5 διδακτικές ώρες την εβδομάδα βρίσκονται σαφώς πάνω
από το μέσο όρο της Ε.Ε., σε όλη τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.